πανοίκιος

πανοίκιος
πᾰνοίκ-ιος, ον,
A with all one's house, AJA16.13 (Sardes, iv/iii B. C.), D.H.1.71, D.S.5.20, Str.4.4.2, Ph.2.9; π. ὑγίεια Epist.Neronis in SIG810.15: neut. sg. as Adv., Demetr.Lac.Herc.1055.23 (s. v. l.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πανοίκιος — with all one s house masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανοίκιος — ον, Α 1. (συν. ως επιρρμ. κατηγ.) μαζί με όλη την οικογένεια («πανοικίους χορεύειν», Στραβ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλη την οικογένεια («ὑπέρ τῆς πανοικίου μου ὑγείας», επιγρ.) 3. (το ουδ. ως επίρρ.) πανοίκιον με όλη την οικογένεια.… …   Dictionary of Greek

  • πανοίκιον — πανοίκιος with all one s house masc/fem acc sg πανοίκιος with all one s house neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανοικίους — πανοίκιος with all one s house masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανοικίων — πανοίκιος with all one s house masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανοίκιοι — πανοίκιος with all one s house masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανοικεί — και πανοικί ΝΑ επίρρ. μαζί με όλη την οικογένεια («καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ θεῷ», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < πανοίκιος + επιρρμ. κατάλ. ί / εί (πρβλ. πανδημ εί / ί)] …   Dictionary of Greek

  • παρενόχλημα — το, ΜΑ [παρενοχλώ] η παρενόχληση («πανοίκιος... συναναιρεθεὶς ὡς περιττὸν ἄχθος καὶ παρενόχλημα», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”